Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιχειρείται η τροποποίηση κάποιων διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, που αφορούν στις ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων, στην διαφήμιση και τους γεωγραφικούς περιορισμούς, αλλά και τις δικηγορικές εταιρείες, κατ’επιταγή των ευρωπαϊκών οδηγιών, σχετικά με τα κλειστά επαγγέλματα.
Παραθέτω κάποιες ‘γρήγορες’ σκέψεις επί του προτεινόμενου νομοσχεδίου, λόγω του πολύ σύντομου χρόνου επεξεργασίας του εν λόγω σχεδίου, και δη αναφορικά μόνο με τις αμοιβές των δικηγόρων, τις οποίες θέτω προς διάθεση όλων και δη κυρίως των αρμοδίων θεσμικών οργάνων του κλάδου μας, ενόψει μάλιστα της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, που λαμβάνει χώρα αύριο, 17-1-2011.
Τα λοιπά ζητήματα άλλωστε είναι μικρότερης σημασίας (πλην ενδεχομένως αυτού του γεωγραφικού περιορισμού, σε συνδυασμό με την δυνατότητα ίδρυσης δικηγορικών εταιρειών με μέλη από διάφορους δικηγόρους συλλόγους, που ενέχει κάποιους κινδύνους) και τα οποία, όπως π.χ. η διαφήμιση, χρήζουν περαιτέρω διευκρίνισης από τους συλλόγους τους ίδιους.
1) Να ερευνηθεί η αναγκαιότητα διατήρησης της παρ.1 του άρθρου 54 «1. Ο παρ` Ειρηνοδικείω ειδικώς τοποθετημένος Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και ενεργή τας διαδικαστικάς πράξεις μόνον ενώπιον του Ειρηνοδικείου τούτου. Υπαρχόντων τεσσάρων τουλάχιστον τοιούτων Δικηγόρων, ούτε Δικηγόρος παρά τω Πρωτοδικείω της αυτής περιφερείας, ούτε δικολάβος δύναται ν` ασκήση το λειτούργημά του παρά τω Ειρηνοδικείω τούτω.», όταν με τη προτεινόμενη τροποποίηση αφενός αντικαθίστανται όλες οι υπόλοιποι παράγραφοι και αφετέρου δεν υπάρχουν πλέον (εδώ και πολλά χρόνια) ‘ειδικά τοποθετημένοι παρ’Ειρηνοδικείω δικηγόροι’, ούτε βεβαίως ‘δικολάβοι’.
2) Παρατήρηση: Το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 57 αλλάζει μόνο ως προς την δημοτική γλώσσα;
3) Να διαγραφεί από τη προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 92 παρ.1 «1.Τα της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζονται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία τούτου και του εντολέως ….» η λέξη «έγγραφη», δηλαδή η συμφωνία να είναι προφορική και όχι έγγραφη. Καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του σχεδίου, στην οποία αναφέρεται η λέξη «έγγραφη συμφωνία», να αντικατασταθεί από τη λέξη «συμφωνία». Επίσης να διαγραφούν οι υπογραμμισμένες λέξεις «έγκυρης έγγραφης», από τη προτεινόμενη διάταξη (92 παρ.1 εδ.γ) «Στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα κατωτέρω νόμιμες αμοιβές». Τέλος και η προτεινόμενη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 95 «Η συμφωνία περί αμοιβής αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση με την προσκόμιση του περί αυτής εγγράφου» να αντικατασταθεί ως εξής «Η συμφωνία περί αμοιβής αποδεικνύεται με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο»
Η προτεινόμενη διάταξη δημιουργεί σοβαρά θέματα (αλλά και αμφιβολία) για τον απαιτούμενο τύπο στον οποίο υποβάλλει την εν λόγω συμφωνία και τις συνέπειες έλλειψης του τύπου αυτού. Δηλαδή εάν απαιτείται έγγραφος τύπος (άρθρα 158-159 Α.Κ.) για την εν λόγω συμφωνία, η έλλειψη του οποίου δημιουργεί ενδεχομένως ακυρότητα της σύμβασης (ως προς το ύψος της αμοιβής), τότε δημιουργείται μέγα θέμα, για το οποίο δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να αποδεχθούμε τον έγγραφο τύπο για τα της αμοιβής του δικηγόρου. Και τούτο για τους εξής λόγους: Στον Αστικό Κώδικα ο κανόνας του τύπου των συμβάσεων είναι ο άγραφος τύπος, δηλαδή η προφορική συμφωνία (βλ. μίσθωση, πώληση, σύμβαση έργου, σύμβαση εργασίας, σύμβαση εντολής κλπ.) και όχι ο έγγραφος τύπος, που έχει θεσπιστεί για συγκεκριμένες και πολύ λίγες συμβάσεις και για λόγους σκοπιμότητας (π.χ. σύμβαση εγγύησης, του άρθρου 849 Α.Κ.). Και τούτο προφανώς γιατί είναι αδιανόητο στην πράξη να απαιτείται έγγραφος τύπος για απλές καθημερινές συναλλακτικές επαφές, η έλλειψη του οποίου θα καθιστούσε άκυρες τις συμβάσεις αυτές. Επιπρόσθετα η σύμβαση ανάθεσης μιας εργασίας σε έναν δικηγόρο έχει κριθεί πάγια ότι αποτελεί σύμβαση έμμισθης εντολής, η οποία επίσης είναι προφορική.
Εάν λοιπόν η σύμβαση ανάθεσης της εντολής στον δικηγόρο είναι (και παραμένει) προφορική, πλην όμως απαιτείται έγγραφος τύπος μόνο για το ύψος της αμοιβής, η έλλειψη μάλιστα του οποίου (κατά τις νέες διατάξεις) παραπέμπει σε ‘νόμιμες αμοιβές’, τότε αντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο τα Δικαστήρια, σε περίπτωση μη καταβολής της πραγματικά συμφωνηθείσας αμοιβής του εντολέα προς τον Δικηγόρο, να δέχονται την ανατεθείσα σε αυτόν, κατόπιν προφορικής εντολής, και εκτελεσθείσα από αυτόν, εργασία του Δικηγόρου, ως νόμιμη, πλην όμως να μην επιδικάζουν την πραγματικά συμφωνηθείσα (και μη αποδεικνυόμενη με έγγραφο τύπο) αμοιβή, αλλά την ‘νόμιμη’ (εάν και εφόσον υπάρχει τέτοια, έστω ως ποσό αναφοράς ή ελάχιστη ή όπως αλλιώς ονομάζεται, είτε τώρα είτε στο μέλλον, πολύ δε περισσότερο που η διάταξη παραπέμπει ευθέως στις ‘νόμιμες αμοιβές’ και όχι στα μέχρι σήμερα ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς των άρθρων 100 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων) και θα αποκλείει τον δικηγόρο να ανατρέξει ακόμα και στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, για την διεκδίκηση της πραγματικά (προφορικά) συμφωνηθείσας αμοιβής του αυτής, η οποία είτε αυτή δεν έχει διατυπωθεί εγγράφως είτε αυτή υπερβαίνει το ύψος της τυχόν έγγραφης συμφωνίας. Η απαίτηση του έγγραφου τύπου έρχεται να ‘εξασφαλίσει’ μόνο τις φορολογικές υποχρεώσεις του δικηγόρου απέναντι στην φορολογούσα αρχή και τίποτα άλλο. Πλην όμως ο Κώδικας Δικηγόρων αποτελεί ουσιαστικό δίκαιο και δεν μπορεί να υπεισέρχονται σε αυτό διατάξεις φορολογικού δικαίου και όσες υπάρχουν είναι υπεραρκετές.
Αντίθετα μάλιστα ο έγγραφος τύπος θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην δικαστική διεκδίκηση της αμοιβής του δικηγόρου και πολύ πιθανόν να αποτελέσει και όπλο μη καταβολής της οφειλόμενης αμοιβής από τον εντολέα σε πολλές περιπτώσεις. Π.χ. Στη περίπτωση που υπάρχει ‘έγγραφη συμφωνία’ για μικρότερη αμοιβή (προκειμένου και μόνο ο εντολέας να μην καταβάλλει τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί της πραγματικά συμφωνηθείσας μεγαλύτερης αμοιβής), στην συνέχεια να αρνείται ο εντολέας την καταβολή της μεγαλύτερης αυτής αμοιβής, επικαλούμενος την έγγραφη συμφωνία (της οποίας προφανώς θα έχει αντίγραφο). Επίσης πολλές φορές δεν γνωρίζουμε ή δεν προβλέπουμε σωστά και με σχετική ακρίβεια εκ των προτέρων είτε τον χρόνο απασχόλησης σε κάθε υπόθεση, είτε τη δυσκολία της υπόθεσης είτε την ύπαρξη περισσότερων διαδικαστικών πράξεων και τον χρόνο απασχόλησης (προδικαστικές αποφάσεις, ένορκες βεβαιώσεις, πολλές κοινοποιήσεις, πραγματογνωμοσύνες, ματαιώσεις, κλπ.) είτε ακόμα και το ύψος των εξόδων μίας δίκης, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να εκτιθέμεθα και απέναντι στον εντολέα για το ύψος της συνολικής του οφειλής. Ως αντιληπτόν θα μπορεί ο εντολέας να αρνηθεί την καταβολή των επιπλέον χρημάτων επικαλούμενος την έγγραφη συμφωνία. Επιπρόσθετα ανοίγει το θέμα για προστριβές μεταξύ εντολέα και πελάτη και βεβαίως αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα δημιουργηθούν πλείστα όσα θέματα π.χ. απώλεια της έγγραφης συμφωνίας, ισχυρισμός περί πλαστογραφίας της υπογραφής του εντολέα από τον δικηγόρο, ισχυρισμός περί πλάνης ως προς την συμφωνηθείσα αμοιβή, έγγραφες συμφωνίες χωρίς συμπληρωμένο το ύψος της αμοιβής κλπ., τα οποία είναι βέβαιο ότι αποτελούν μία καλή αφορμή για να καταλήξουν στα δικαστήρια Τέλος και με προσεκτικότερη (και με περισσότερο χρόνο) μελέτη του θέματος, ενδεχομένως να υπάρχουν πολύ περισσότερα προβλήματα από τα παραπάνω αναφερόμενα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θα υπήρχαν εάν η συμφωνία ήταν προφορική και όχι έγγραφη, όπως τούτο συνέβαινε μέχρι τώρα, χωρίς ποτέ ο κλάδος μας να ζήτησε (για την κατοχύρωση της αμοιβής του δικηγόρου) την αναγκαιότητα της ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, αφού υπήρχε η ασφαλιστική δικλίδα της ελάχιστης αμοιβής (ποσοστά με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς των άρθρων 100 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων). Άλλωστε η φορολογούσα αρχή μπορεί να θεσπίσει στη συνέχεια φορολογικά μέτρα (π.χ. αντικειμενικά κριτήρια, ύψος νομίμων αμοιβών κλπ.), χωρίς να μας ρωτήσει και με βάση τα οποία μπορεί να φορολογεί τους δικηγόρους, χωρίς επίσης το ένα να αποκλείει το άλλο.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, δεν κατανοώ τον λόγο που θα έπρεπε να αποδεχθούμε την τροποποιούμενη διάταξη του άρθρου 92 παρ.1 για την «έγγραφη» συμφωνία σχετικά με την αμοιβή του δικηγόρου, αφού η εν λόγω διατυπούμενη διάταξη σε καμία περίπτωση δεν τίθεται για το συμφέρον του κλάδου μας και για την είσπραξη της αμοιβής μας, που μέχρι σήμερα μας εξασφάλιζε ο Κώδικας περί Δικηγόρων, αντίθετα μάλιστα είναι πλέον βέβαιο ότι θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην διεκδίκηση της αμοιβής μας.
4) Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να τα σκεφθούμε και υπό το εξής πρίσμα: Εφόσον πλέον η αμοιβή συμφωνείται ελεύθερα και σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας περί αυτής ισχύουν οι «νόμιμες αμοιβές», τότε θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν οι αμοιβές των άρθρων 98 και 100 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων εξακολουθούν να υπερισχύουν ή να ισχύουν παράλληλα με τις «νόμιμες αμοιβές» (όπως μέχρι σήμερα γινόταν μεταξύ των ‘φορολογικών’ αμοιβών της Κ.Υ.Α. και των άρθρων 100 επ. Κώδικα, αφού κατίσχυε ο Κώδικας της Κ.Υ.Α. –βλ.ΑΠ 1376/2009 Δνη 2009,1690, και δεν μπορούσε να συμφωνηθεί αμοιβή μικρότερη της ελάχιστης –βλ.ΑΠ 556/2009, 566/2009, 1586/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ) ή όχι (καθότι στο προτεινόμενο άρθρο 92 παρ.1 εδ.στ αντικαθίσταται το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του άρθρου 98 επ. με τις νόμιμες αμοιβές, κάτι που δεν έκανε μέχρι σήμερα η Κ.Υ.Α.) ή τέλος θα περιοριστούν στο μέλλον, με την έκδοση του προβλεπόμενου στην προτεινόμενη διάταξη, του άρθρου 92 παρ.1 προτελευταίο εδάφιο, προεδρικού διατάγματος, σχετικά με τα ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (πχ.2% για σύνταξη αγωγής κλπ.) και σε ποιόν βαθμό.
«Αρθρο 98. Εν ελλείψει ειδικής συμφωνίας, το ελάχιστον ποσόν της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζεται κατά τας διατάξεις των επομένων άρθρων αυξανόμενον κατά την κρίσιν του δικαστού ή του δικαστηρίου, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσης υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητος της διαφοράς, των ιδιαζουσών αυτή περιστάσεων και εν γένει των καταβληθεισών δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών. 2. Κατά τον προσδιορισμόν τούτον η αποτίμησις εκάστης πράξεως και ενεργείας δεν δύναται να ορισθή υπό των δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών κατωτέρα της εν τοις επομένοις άρθροις».
Η σαφής απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα θα μας κάνει γνωστή τη σκοπιμότητα της τροποποιούμενης διάταξης και την άμεση απάντησή μας σε αυτή.
5) Παρατήρηση: Η διατύπωση της εν λόγω διάταξης είναι αμφίβολη (άρθρου 92 παρ.1 εδ.δ) «Με βάση τις νόμιμες αμοιβές διενεργείται από τα Δικαστήρια η επιδίκαση πινάκων δικαστικών εξόδων καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών στην περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής….», καθότι είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί στον αντίδικο, κατά τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων, η όποια συμφωνία (ενδεχομένως υπέρογκη) περί αμοιβής μεταξύ νικήσαντα εντολέα και δικηγόρου του και η περίπτωση της έγκυρης έγγραφης συμφωνίας, η έλλειψη της οποίας παραπέμπει στις νόμιμες αμοιβές, ισχύει προφανώς μόνο για την διεκδίκηση της αμοιβής του δικηγόρου από τον εντολέα του. Το ίδιο ισχύει και για την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κώδικα.
6) Παρατήρηση: Στην προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 92 παρ.1 εδ.στ΄ και ζ’ «Όπου στις διατάξεις των άρθρων 98-102, 104-123, 125-134, 139-156, 167 και 169 του παρόντος Κώδικα καθώς σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου που περιέχει ρύθμιση περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών …. γίνεται αναφορά σε «ελάχιστα όρια αμοιβών», ή «ελάχιστες αμοιβές» ή «αμοιβές», νοούνται εφεξής οι «νόμιμες αμοιβές» κατά την έννοια των προηγουμένων εδαφίων. Από τις οριζόμενες στην Κ.Υ.Α….. ως υποχρεωτικές «ελάχιστες αμοιβές», εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά εφεξής ως «νόμιμες αμοιβές»…. μόνον εκείνες (του Κεφαλαίου Ι «Παραστάσεις σε Δικαστήρια»)….». Δηλαδή οι νέες «νόμιμες αμοιβές» αφορούν μόνο στις παραστάσεις στα Δικαστήρια και όχι στις εξωδικαστικές αμοιβές, οι οποίες αναφέρονταν στην άνω Κ.Υ.Α. ως Κεφάλαιο ΙΙ και προέβλεπαν τιμή ανά ώρα συμβουλής. Πλην όμως για τις εξωδικαστικές ενέργειες, όπως αυτές εμπεριέχονται στο άρθρο 156 Κώδικα, «ΙΑ) Εργασίαι εξώδικοι. Αρθρο 156. 1. Διά την παροχήν συμβουλής μετά μελέτην εγγράφων ή μετ` απόφασιν προς προφορικήν ανάπτυξιν υποθέσεως ή ζητήματος, το ελάχιστον όριον της αμοιβής είναι δραχ. 30, προκειμένου περί της πρώτης συμβουλής και δραχ. 15 προκειμένου περί εκάστης των επομένων. 2. Ως επόμεναι συμβουλαί θεωρούνται αι αφορώσαι εις την συνέχισιν της αρξαμένης ενεργείας και ειδικώτερον αι παρασκευάζουσαι την τηρητέαν επί της υποθέσεως πορείαν. 3. Διά την παροχήν πληροφοριών περί του σημείου εις ο ευρίσκεται η υπόθεσις ουδεμία παρέχεται αμοιβή. 4. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και όταν αι εν αυταίς εργασίαι εκτελώνται δι` αλληλογραφίας», δεν υπάρχουν οι νέες «νόμιμες αμοιβές», σύμφωνα με τα παραπάνω, αφού δεν ισχύει η άνω Κ.Υ.Α..
Ως εκ τούτου θα πρέπει να τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου 156 Κώδικα και να συμφωνηθεί με ελεύθερη συμφωνία η αμοιβή για κάθε εξώδικη εργασία, εκτός εάν τούτο θεωρείται ότι εμπεριέχεται στην αρχική διάταξη του άρθρου 92. Ενδεχομένως βεβαίως να πρέπει να καταργηθούν και όλες οι διατάξεις που αφορούν στις (μεταλλικές) δραχμές, αλλά σε κάθε περίπτωση ερωτάται «ποια η νόμιμη αμοιβή για τις εξώδικες εργασίες, εάν δεν υπάρχει συμφωνία περί αυτού;» Το ίδιο και για τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (158, 159, 162, 163, 164, 165 και 166 Κώδικα Δικηγόρων).
Επί τη ευκαιρία, τέλος θα πρέπει να τροποποιηθεί η παρ.4 του άρθρου 156 Κώδικα με τη συμπλήρωση λέξεων, ως εξής «Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και όταν οι εργασίες που αναφέρονται σε αυτές εκτελούνται μέσω αλληλογραφίας (έγγραφης ή ηλεκτρονικής) ή τηλεφώνου.».
7) Επιπρόσθετα για τον ίδιο ως άνω λόγο, αφού η Κ.Υ.Α. δεν ισχύει για την συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς του άρθρου 157Α του Κώδικα, (καθότι ναι μεν αποτελεί δικαστική ενέργεια, που υπάρχει στο Κεφάλαιο Ι της Κ.Υ.Α., πλην όμως δεν αναφέρεται, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 157Α στην ως άνω τροποποιούμενη διάταξη, του άρθρου 92 παρ.1 εδ.στ, σε αυτές που αντικαθιστά τις ελάχιστες με τις νόμιμες αμοιβές), ερωτάται ποια η νόμιμη αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας;
«Αρθρο 157 Α 1. Κατά την πρώτη συνάντηση για την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, κατά το άρθρο 214 Α του Κ.Πολ.Δ., κάθε διάδικος οφείλει να έχει προκαταβάλει την αμοιβή του δικηγόρου του για παράσταση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, κατά τις κείμενες διατάξεις. Το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης προσαρτάται στο οικείο πρακτικό συμφωνίας ή αποτυχίας της απόπειρας ή στη συντασσόμενη δήλωση. 2. Δικηγόρος, που παραστάθηκε χωρίς να προσαρτηθεί το γραμμάτιο καταβολής της αμοιβής του, κατά την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει την υποχρέωση και την ευθύνη που προβλέπεται στην παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996, εφαρμοζομένων και των λοιπών διατάξεων της παραγράφου αυτής. 3. Αν επιτευχθεί εν όλω ή εν μέρει συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, οι δικηγόροι των διαδίκων δικαιούνται και την κατά το άρθρο 124 παρ. 1 αμοιβή. 4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται όταν υπάρχει συμφωνία αμοιβής που διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του άρθρου 92 ή ο δικηγόρος απασχολείται με πάγια περιοδική αμοιβή. *** Το άρθρο 157Α προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.6 Ν.2479/1997 (ΦΕΚ Α 67/5-6-1997) και εφαρμόζεται στις αγωγές που κατατίθενται από την 16η Σεπτεμβρίου 1999 και κατόπιν. ( Το άρθρ.1 Ν.2298/1995 (Α 62), με το οποίο είχε προστεθεί το προηγούμενο άρθρο 157Α,καταργήθηκε με την παρ.5 άρθρ.6 Ν.2479/1997)»
8) Παρατήρηση: Θα πρέπει πλέον και επί τη ευκαιρία να δούμε με πολύ μεγάλη σοβαρότητα και το θέμα της ακυρότητας του εργολαβικού συμβολαίου για την περίπτωση μη κατάθεσής του στον Δικηγορικό Σύλλογο, εντός προθεσμίας 20 ημερών, ως τούτο κρίθηκε (εσφαλμένα βεβαίως) από την τελευταία με αριθμό 27/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (βλ.σημείωση Κ.Μπέη κάτωθι της άνω απόφασης στη Δίκη 2008/991) και να τροποποιηθεί αναλόγως η σχετική διάταξη του άρθρου 92 παρ.4 με την απάλειψη της εν λόγω ακυρότητας και την αντικατάστασή της με πειθαρχικό αδίκημα, ως είναι και το πραγματικό νόημα (κατά την άποψή μου) της εν λόγω διάταξης. «Αρθρ. 92. "4. Α) Η συμφωνία από την οποία εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και η οποία αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων (άρθρο 681 Α Κ.Πολ,Δ.) ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών (άρθρο 663 Κ.Πολ.Δ.) ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος. Η γνωστοποίηση γίνεται με προσαγωγή δύο πρωτοτύπων και με πράξη που συντάσσεται κάτω από το ένα πρωτότυπο το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα αρχεία του Συλλόγου και καταχωρίζεται αμέσως σε ειδικό βιβλίο. Τα πρωτότυπα, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου των συμβαλλομένων, προσάγονται σε προθεσμία είκοσι ημερών από την ημέρα της κατάρτισης της συμβάσεως. Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να προσαχθεί η σύμβαση στο Σύλλογο, η σύμβαση είναι άκυρη. Φορολογικός νόμος ο οποίος επιβάλλει στον δικηγόρο την υποβολή αντιγράφου του εργολαβικού συμβολαίου στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία εξακολουθεί να ισχύει».
Αντίθετα η μη ύπαρξη έγγραφης σύμβασης και η μη κατάθεσή της στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κρίθηκε ότι δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της εν λόγω σύμβασης. (βλ.ΑΠ 80/2010, δημ.ΝΟΜΟΣ).
9) Το απειλούμενο πρόστιμο των 1.000 ευρώ έως 20.000 ευρώ, που αναφέρεται στην τροποποιούμενη διάταξη του άρθρου 96 παρ.4 εδ.β του Κώδικα περί Δικηγόρων, και βαρύνει τον δικηγόρο που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής των δαπανών (ποσοστό 10% επί του ποσού αναφοράς), δηλαδή την έκδοση διπλοτύπου, είναι μάλλον υπερβολικό και όχι αναλογικό της παράβασης και πρέπει να περιοριστεί σε «300 ευρώ έως 5.000 ευρώ».
10) Εάν ψηφιστεί η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 161 του Κώδικα (που αφορά στα συμβόλαια), επειδή η αμοιβή πλέον καθορίζεται ελεύθερα (μεταξύ εντολέα και δικηγόρου), πέραν της παρακράτησης του εκάστοτε Συλλόγου, η οποία πλέον καταργείται (άρα καταργείται και το μέρισμα των συμβολαίων) και αναφέρεται ως «προκαταβολή εισφοράς» και θα προσδιορίζεται επί του «ποσού ή ποσοστού αναφοράς», που θα καθοριστεί από κοινή υπουργική απόφαση, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων (η οποία όμως προκαταβολή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανέρχεται σε συνολικό ποσοστό 50% που γινόταν μέχρι σήμερα για τον Σύλλογό μας, εκ του οποίου ποσοστό 34% πήγαινε στον διανεμητικό λογαριασμό), θα δημιουργήσει επιπρόσθετα τεράστια ζητήματα «αθέμιτου ανταγωνισμού» μεταξύ των συναδέλφων, καθότι θα εισέλθουμε σε διαδικασία «μειοδοτικού διαγωνισμού», κάτι που είχε αποφευχθεί κατά το μέγιστο δυνατόν μέχρι σήμερα με τις καθορισμένες ποσοστιαίες αμοιβές. Ως εκ τούτου θα πρέπει να θεσμοθετηθούν άλλες ασφαλιστικές δικλίδες για την μη εμφάνιση τέτοιων φαινομένων, κάτι που χρειάζεται αρκετή μελέτη και πολύ σκέψη. Σημειωτέον ότι τούτο θα συμβεί άμεσα, καθότι με τη ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου (που αναμένεται μέσα στον Φλεβάρη), ναι μεν δεν επηρεάζεται ακόμα η υποχρεωτικότητα της παράστασης των δικηγόρων στα συμβόλαια (άρθρο 42 Κώδικα), πλην όμως η ελεύθερη αμοιβή θα έχει ενδεχομένως και χειρότερα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου θα πρέπει να τεθεί το θέμα άμεσα στο Συμβούλιο για την εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης τόσο όσον αφορά το θέμα του μερίσματος από τα συμβόλαια όσο και η δυνατότητα καθορισμού μιας ελάχιστης αμοιβής.
11) Επίσης, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται παραπάνω στον αριθμό 3, θα πρέπει κατά την άποψή μου να διαγραφεί από τη προτεινόμενη τροποποίηση των άρθρων 160 και 161 του Κώδικα, που αφορούν στην αμοιβή του δικηγόρου για τον έλεγχο τίτλων και σύνταξη σχεδίου συμβολαίου, η λέξη «γραπτή» συμφωνία.
12) Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 161 παρ.6 Κώδικα επαναλαμβάνεται η υφιστάμενη διάταξη για την απαλλαγή από την υποχρέωση της προκαταβολής της εισφοράς (πλέον) στα συμβόλαια συγγενικών κλπ. προσώπων (άρθρο 175 παρ.2) και των αποδεδειγμένα και με απόφαση του Δ.Σ. απόρων (άρθρο 201 παρ.6), πλην όμως έχει πλέον απαλειφθεί η παράγραφος 8 εδ.β, η οποία προέβλεπε απαλλαγή για τους επί παγία αντιμισθία αμειβόμενους δικηγόρους (είτε από ιδιώτες είτε από Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. κλπ.) μόνο για το ποσοστό της αμοιβής τους και όχι της παρακράτησης του ποσοστού κάθε Συλλόγου και είχε ως εξής: «8. Της κατά την παράγραφον 6 υποχρεώσεως προκαταβολής εις τον οικείον Δικηγορικόν Σύλλογον της δικηγορικής αμοιβής απαλλάσσονται : α) οι συμβαλλόμενοι οι εμπίπτοντες εις τας διατάξεις των άρθρων 175 παράγρ. 2 και 201 παράγρ. 6 του παρόντος νόμου, β) συμβαλλόμενου των οποίων αι υποθέσεις διεξάγονται δια δικηγόρων αμειβομένων διά παγίας αντιμισθίας, εφ` όσον ούτοι έχουν προσληφθή εξ μήνας προ της υπογραφής του οικείου συμβολαιογραφικού εγγράφου. Η συνδρομή των ως άνω περιπτώσεων αποδεικνύεται δι` εγγράφου υπευθύνου δηλώσεως του παρισταμένου δικηγόρου, θεωρουμένης της υπογραφής του υπό του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και επισυναπτομένης εις το πρωτότυπον του συμβολαιογραφικού εγγράφου". "Στην πιο πάνω όμως περίπτωση με στοιχείο β` προκαταβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο το κατά την παράγραφο 7 ποσοστό δικηγορικής αμοιβής." *** Η παρ.8 προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 950/1979 (Α 165). *** Το τελευταίο εδάφιο της παρ.8 προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.18 Ν.3226/2004,ΦΕΚ Α 24/4.2.2004.»
Βεβαίως μετά την ελεύθερη συμφωνία της αμοιβής στα συμβόλαια ίσως και δεν υπάρχει νόημα για την διατήρηση της εν λόγω διάταξης, πλην όμως εφόσον ο κάθε Σύλλογος έχει δικαίωμα να καθορίσει κάποιο «ποσοστό προκαταβολής εισφοράς» στα Συμβόλαια, ενδεχομένως και για την διατήρηση κάποιου είδους ‘μερίσματος’, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν οι επί παγία αντιμισθία δικηγόροι, που συμβάλλονται στα συμβόλαια, (οι οποίοι πλέον δεν τυγχάνουν της απαλλαγής της προκαταβολής της εισφοράς με την νέα διάταξη), θα πρέπει να καταβάλουν και αυτοί το ίδιο με τους υπόλοιπους δικηγόρους ποσοστό ή όχι.
13) Παρατήρηση: Τέλος η διατύπωση της τροποποιούμενης διάταξης (άρθρο 175 παρ.2) είναι ατυχής «2.Εξαιρετικώς, επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών, χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 1, …..», καθότι πλέον μετά τη τροποποίηση της παρ.1, από την οποία απαλείφθηκε η φράση «ή επί αμοιβή ελάσσονι της υπό του παρόντος νόμου κεκανονισμένης», δεν υπάρχει λόγος να παραμένει η διατύπωση «χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 1», αφού πλέον δεν υπάρχει ο εν λόγω περιορισμός.
Ελπίζοντας ότι οι σκέψεις μου θα βοηθήσουν στα συμφέροντα του κλάδου μας.
Πάτρα, 16η Ιανουαρίου 2011
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΚΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Μέλος του Δ.Σ.Πατρών
* Ο Νίκος Πάπακος παρακαλεί τους συναδέλφους, να συμβάλουν με σχόλια και παρατηρήσεις, επί του σχεδίου νόμου, προκειμένου να διαμορφώσουμε μια συνεκτική πρόταση για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.
Παραθέτω κάποιες ‘γρήγορες’ σκέψεις επί του προτεινόμενου νομοσχεδίου, λόγω του πολύ σύντομου χρόνου επεξεργασίας του εν λόγω σχεδίου, και δη αναφορικά μόνο με τις αμοιβές των δικηγόρων, τις οποίες θέτω προς διάθεση όλων και δη κυρίως των αρμοδίων θεσμικών οργάνων του κλάδου μας, ενόψει μάλιστα της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, που λαμβάνει χώρα αύριο, 17-1-2011.
Τα λοιπά ζητήματα άλλωστε είναι μικρότερης σημασίας (πλην ενδεχομένως αυτού του γεωγραφικού περιορισμού, σε συνδυασμό με την δυνατότητα ίδρυσης δικηγορικών εταιρειών με μέλη από διάφορους δικηγόρους συλλόγους, που ενέχει κάποιους κινδύνους) και τα οποία, όπως π.χ. η διαφήμιση, χρήζουν περαιτέρω διευκρίνισης από τους συλλόγους τους ίδιους.
1) Να ερευνηθεί η αναγκαιότητα διατήρησης της παρ.1 του άρθρου 54 «1. Ο παρ` Ειρηνοδικείω ειδικώς τοποθετημένος Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και ενεργή τας διαδικαστικάς πράξεις μόνον ενώπιον του Ειρηνοδικείου τούτου. Υπαρχόντων τεσσάρων τουλάχιστον τοιούτων Δικηγόρων, ούτε Δικηγόρος παρά τω Πρωτοδικείω της αυτής περιφερείας, ούτε δικολάβος δύναται ν` ασκήση το λειτούργημά του παρά τω Ειρηνοδικείω τούτω.», όταν με τη προτεινόμενη τροποποίηση αφενός αντικαθίστανται όλες οι υπόλοιποι παράγραφοι και αφετέρου δεν υπάρχουν πλέον (εδώ και πολλά χρόνια) ‘ειδικά τοποθετημένοι παρ’Ειρηνοδικείω δικηγόροι’, ούτε βεβαίως ‘δικολάβοι’.
2) Παρατήρηση: Το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 57 αλλάζει μόνο ως προς την δημοτική γλώσσα;
3) Να διαγραφεί από τη προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 92 παρ.1 «1.Τα της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζονται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία τούτου και του εντολέως ….» η λέξη «έγγραφη», δηλαδή η συμφωνία να είναι προφορική και όχι έγγραφη. Καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του σχεδίου, στην οποία αναφέρεται η λέξη «έγγραφη συμφωνία», να αντικατασταθεί από τη λέξη «συμφωνία». Επίσης να διαγραφούν οι υπογραμμισμένες λέξεις «έγκυρης έγγραφης», από τη προτεινόμενη διάταξη (92 παρ.1 εδ.γ) «Στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα κατωτέρω νόμιμες αμοιβές». Τέλος και η προτεινόμενη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 95 «Η συμφωνία περί αμοιβής αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση με την προσκόμιση του περί αυτής εγγράφου» να αντικατασταθεί ως εξής «Η συμφωνία περί αμοιβής αποδεικνύεται με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο»
Η προτεινόμενη διάταξη δημιουργεί σοβαρά θέματα (αλλά και αμφιβολία) για τον απαιτούμενο τύπο στον οποίο υποβάλλει την εν λόγω συμφωνία και τις συνέπειες έλλειψης του τύπου αυτού. Δηλαδή εάν απαιτείται έγγραφος τύπος (άρθρα 158-159 Α.Κ.) για την εν λόγω συμφωνία, η έλλειψη του οποίου δημιουργεί ενδεχομένως ακυρότητα της σύμβασης (ως προς το ύψος της αμοιβής), τότε δημιουργείται μέγα θέμα, για το οποίο δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να αποδεχθούμε τον έγγραφο τύπο για τα της αμοιβής του δικηγόρου. Και τούτο για τους εξής λόγους: Στον Αστικό Κώδικα ο κανόνας του τύπου των συμβάσεων είναι ο άγραφος τύπος, δηλαδή η προφορική συμφωνία (βλ. μίσθωση, πώληση, σύμβαση έργου, σύμβαση εργασίας, σύμβαση εντολής κλπ.) και όχι ο έγγραφος τύπος, που έχει θεσπιστεί για συγκεκριμένες και πολύ λίγες συμβάσεις και για λόγους σκοπιμότητας (π.χ. σύμβαση εγγύησης, του άρθρου 849 Α.Κ.). Και τούτο προφανώς γιατί είναι αδιανόητο στην πράξη να απαιτείται έγγραφος τύπος για απλές καθημερινές συναλλακτικές επαφές, η έλλειψη του οποίου θα καθιστούσε άκυρες τις συμβάσεις αυτές. Επιπρόσθετα η σύμβαση ανάθεσης μιας εργασίας σε έναν δικηγόρο έχει κριθεί πάγια ότι αποτελεί σύμβαση έμμισθης εντολής, η οποία επίσης είναι προφορική.
Εάν λοιπόν η σύμβαση ανάθεσης της εντολής στον δικηγόρο είναι (και παραμένει) προφορική, πλην όμως απαιτείται έγγραφος τύπος μόνο για το ύψος της αμοιβής, η έλλειψη μάλιστα του οποίου (κατά τις νέες διατάξεις) παραπέμπει σε ‘νόμιμες αμοιβές’, τότε αντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο τα Δικαστήρια, σε περίπτωση μη καταβολής της πραγματικά συμφωνηθείσας αμοιβής του εντολέα προς τον Δικηγόρο, να δέχονται την ανατεθείσα σε αυτόν, κατόπιν προφορικής εντολής, και εκτελεσθείσα από αυτόν, εργασία του Δικηγόρου, ως νόμιμη, πλην όμως να μην επιδικάζουν την πραγματικά συμφωνηθείσα (και μη αποδεικνυόμενη με έγγραφο τύπο) αμοιβή, αλλά την ‘νόμιμη’ (εάν και εφόσον υπάρχει τέτοια, έστω ως ποσό αναφοράς ή ελάχιστη ή όπως αλλιώς ονομάζεται, είτε τώρα είτε στο μέλλον, πολύ δε περισσότερο που η διάταξη παραπέμπει ευθέως στις ‘νόμιμες αμοιβές’ και όχι στα μέχρι σήμερα ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς των άρθρων 100 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων) και θα αποκλείει τον δικηγόρο να ανατρέξει ακόμα και στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, για την διεκδίκηση της πραγματικά (προφορικά) συμφωνηθείσας αμοιβής του αυτής, η οποία είτε αυτή δεν έχει διατυπωθεί εγγράφως είτε αυτή υπερβαίνει το ύψος της τυχόν έγγραφης συμφωνίας. Η απαίτηση του έγγραφου τύπου έρχεται να ‘εξασφαλίσει’ μόνο τις φορολογικές υποχρεώσεις του δικηγόρου απέναντι στην φορολογούσα αρχή και τίποτα άλλο. Πλην όμως ο Κώδικας Δικηγόρων αποτελεί ουσιαστικό δίκαιο και δεν μπορεί να υπεισέρχονται σε αυτό διατάξεις φορολογικού δικαίου και όσες υπάρχουν είναι υπεραρκετές.
Αντίθετα μάλιστα ο έγγραφος τύπος θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην δικαστική διεκδίκηση της αμοιβής του δικηγόρου και πολύ πιθανόν να αποτελέσει και όπλο μη καταβολής της οφειλόμενης αμοιβής από τον εντολέα σε πολλές περιπτώσεις. Π.χ. Στη περίπτωση που υπάρχει ‘έγγραφη συμφωνία’ για μικρότερη αμοιβή (προκειμένου και μόνο ο εντολέας να μην καταβάλλει τον αναλογούντα Φ.Π.Α. επί της πραγματικά συμφωνηθείσας μεγαλύτερης αμοιβής), στην συνέχεια να αρνείται ο εντολέας την καταβολή της μεγαλύτερης αυτής αμοιβής, επικαλούμενος την έγγραφη συμφωνία (της οποίας προφανώς θα έχει αντίγραφο). Επίσης πολλές φορές δεν γνωρίζουμε ή δεν προβλέπουμε σωστά και με σχετική ακρίβεια εκ των προτέρων είτε τον χρόνο απασχόλησης σε κάθε υπόθεση, είτε τη δυσκολία της υπόθεσης είτε την ύπαρξη περισσότερων διαδικαστικών πράξεων και τον χρόνο απασχόλησης (προδικαστικές αποφάσεις, ένορκες βεβαιώσεις, πολλές κοινοποιήσεις, πραγματογνωμοσύνες, ματαιώσεις, κλπ.) είτε ακόμα και το ύψος των εξόδων μίας δίκης, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να εκτιθέμεθα και απέναντι στον εντολέα για το ύψος της συνολικής του οφειλής. Ως αντιληπτόν θα μπορεί ο εντολέας να αρνηθεί την καταβολή των επιπλέον χρημάτων επικαλούμενος την έγγραφη συμφωνία. Επιπρόσθετα ανοίγει το θέμα για προστριβές μεταξύ εντολέα και πελάτη και βεβαίως αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα δημιουργηθούν πλείστα όσα θέματα π.χ. απώλεια της έγγραφης συμφωνίας, ισχυρισμός περί πλαστογραφίας της υπογραφής του εντολέα από τον δικηγόρο, ισχυρισμός περί πλάνης ως προς την συμφωνηθείσα αμοιβή, έγγραφες συμφωνίες χωρίς συμπληρωμένο το ύψος της αμοιβής κλπ., τα οποία είναι βέβαιο ότι αποτελούν μία καλή αφορμή για να καταλήξουν στα δικαστήρια Τέλος και με προσεκτικότερη (και με περισσότερο χρόνο) μελέτη του θέματος, ενδεχομένως να υπάρχουν πολύ περισσότερα προβλήματα από τα παραπάνω αναφερόμενα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θα υπήρχαν εάν η συμφωνία ήταν προφορική και όχι έγγραφη, όπως τούτο συνέβαινε μέχρι τώρα, χωρίς ποτέ ο κλάδος μας να ζήτησε (για την κατοχύρωση της αμοιβής του δικηγόρου) την αναγκαιότητα της ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, αφού υπήρχε η ασφαλιστική δικλίδα της ελάχιστης αμοιβής (ποσοστά με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς των άρθρων 100 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων). Άλλωστε η φορολογούσα αρχή μπορεί να θεσπίσει στη συνέχεια φορολογικά μέτρα (π.χ. αντικειμενικά κριτήρια, ύψος νομίμων αμοιβών κλπ.), χωρίς να μας ρωτήσει και με βάση τα οποία μπορεί να φορολογεί τους δικηγόρους, χωρίς επίσης το ένα να αποκλείει το άλλο.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, δεν κατανοώ τον λόγο που θα έπρεπε να αποδεχθούμε την τροποποιούμενη διάταξη του άρθρου 92 παρ.1 για την «έγγραφη» συμφωνία σχετικά με την αμοιβή του δικηγόρου, αφού η εν λόγω διατυπούμενη διάταξη σε καμία περίπτωση δεν τίθεται για το συμφέρον του κλάδου μας και για την είσπραξη της αμοιβής μας, που μέχρι σήμερα μας εξασφάλιζε ο Κώδικας περί Δικηγόρων, αντίθετα μάλιστα είναι πλέον βέβαιο ότι θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην διεκδίκηση της αμοιβής μας.
4) Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να τα σκεφθούμε και υπό το εξής πρίσμα: Εφόσον πλέον η αμοιβή συμφωνείται ελεύθερα και σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας περί αυτής ισχύουν οι «νόμιμες αμοιβές», τότε θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν οι αμοιβές των άρθρων 98 και 100 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων εξακολουθούν να υπερισχύουν ή να ισχύουν παράλληλα με τις «νόμιμες αμοιβές» (όπως μέχρι σήμερα γινόταν μεταξύ των ‘φορολογικών’ αμοιβών της Κ.Υ.Α. και των άρθρων 100 επ. Κώδικα, αφού κατίσχυε ο Κώδικας της Κ.Υ.Α. –βλ.ΑΠ 1376/2009 Δνη 2009,1690, και δεν μπορούσε να συμφωνηθεί αμοιβή μικρότερη της ελάχιστης –βλ.ΑΠ 556/2009, 566/2009, 1586/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ) ή όχι (καθότι στο προτεινόμενο άρθρο 92 παρ.1 εδ.στ αντικαθίσταται το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του άρθρου 98 επ. με τις νόμιμες αμοιβές, κάτι που δεν έκανε μέχρι σήμερα η Κ.Υ.Α.) ή τέλος θα περιοριστούν στο μέλλον, με την έκδοση του προβλεπόμενου στην προτεινόμενη διάταξη, του άρθρου 92 παρ.1 προτελευταίο εδάφιο, προεδρικού διατάγματος, σχετικά με τα ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (πχ.2% για σύνταξη αγωγής κλπ.) και σε ποιόν βαθμό.
«Αρθρο 98. Εν ελλείψει ειδικής συμφωνίας, το ελάχιστον ποσόν της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζεται κατά τας διατάξεις των επομένων άρθρων αυξανόμενον κατά την κρίσιν του δικαστού ή του δικαστηρίου, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσης υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητος της διαφοράς, των ιδιαζουσών αυτή περιστάσεων και εν γένει των καταβληθεισών δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών. 2. Κατά τον προσδιορισμόν τούτον η αποτίμησις εκάστης πράξεως και ενεργείας δεν δύναται να ορισθή υπό των δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών κατωτέρα της εν τοις επομένοις άρθροις».
Η σαφής απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα θα μας κάνει γνωστή τη σκοπιμότητα της τροποποιούμενης διάταξης και την άμεση απάντησή μας σε αυτή.
5) Παρατήρηση: Η διατύπωση της εν λόγω διάταξης είναι αμφίβολη (άρθρου 92 παρ.1 εδ.δ) «Με βάση τις νόμιμες αμοιβές διενεργείται από τα Δικαστήρια η επιδίκαση πινάκων δικαστικών εξόδων καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών στην περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής….», καθότι είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί στον αντίδικο, κατά τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων, η όποια συμφωνία (ενδεχομένως υπέρογκη) περί αμοιβής μεταξύ νικήσαντα εντολέα και δικηγόρου του και η περίπτωση της έγκυρης έγγραφης συμφωνίας, η έλλειψη της οποίας παραπέμπει στις νόμιμες αμοιβές, ισχύει προφανώς μόνο για την διεκδίκηση της αμοιβής του δικηγόρου από τον εντολέα του. Το ίδιο ισχύει και για την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κώδικα.
6) Παρατήρηση: Στην προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 92 παρ.1 εδ.στ΄ και ζ’ «Όπου στις διατάξεις των άρθρων 98-102, 104-123, 125-134, 139-156, 167 και 169 του παρόντος Κώδικα καθώς σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου που περιέχει ρύθμιση περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών …. γίνεται αναφορά σε «ελάχιστα όρια αμοιβών», ή «ελάχιστες αμοιβές» ή «αμοιβές», νοούνται εφεξής οι «νόμιμες αμοιβές» κατά την έννοια των προηγουμένων εδαφίων. Από τις οριζόμενες στην Κ.Υ.Α….. ως υποχρεωτικές «ελάχιστες αμοιβές», εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά εφεξής ως «νόμιμες αμοιβές»…. μόνον εκείνες (του Κεφαλαίου Ι «Παραστάσεις σε Δικαστήρια»)….». Δηλαδή οι νέες «νόμιμες αμοιβές» αφορούν μόνο στις παραστάσεις στα Δικαστήρια και όχι στις εξωδικαστικές αμοιβές, οι οποίες αναφέρονταν στην άνω Κ.Υ.Α. ως Κεφάλαιο ΙΙ και προέβλεπαν τιμή ανά ώρα συμβουλής. Πλην όμως για τις εξωδικαστικές ενέργειες, όπως αυτές εμπεριέχονται στο άρθρο 156 Κώδικα, «ΙΑ) Εργασίαι εξώδικοι. Αρθρο 156. 1. Διά την παροχήν συμβουλής μετά μελέτην εγγράφων ή μετ` απόφασιν προς προφορικήν ανάπτυξιν υποθέσεως ή ζητήματος, το ελάχιστον όριον της αμοιβής είναι δραχ. 30, προκειμένου περί της πρώτης συμβουλής και δραχ. 15 προκειμένου περί εκάστης των επομένων. 2. Ως επόμεναι συμβουλαί θεωρούνται αι αφορώσαι εις την συνέχισιν της αρξαμένης ενεργείας και ειδικώτερον αι παρασκευάζουσαι την τηρητέαν επί της υποθέσεως πορείαν. 3. Διά την παροχήν πληροφοριών περί του σημείου εις ο ευρίσκεται η υπόθεσις ουδεμία παρέχεται αμοιβή. 4. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και όταν αι εν αυταίς εργασίαι εκτελώνται δι` αλληλογραφίας», δεν υπάρχουν οι νέες «νόμιμες αμοιβές», σύμφωνα με τα παραπάνω, αφού δεν ισχύει η άνω Κ.Υ.Α..
Ως εκ τούτου θα πρέπει να τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου 156 Κώδικα και να συμφωνηθεί με ελεύθερη συμφωνία η αμοιβή για κάθε εξώδικη εργασία, εκτός εάν τούτο θεωρείται ότι εμπεριέχεται στην αρχική διάταξη του άρθρου 92. Ενδεχομένως βεβαίως να πρέπει να καταργηθούν και όλες οι διατάξεις που αφορούν στις (μεταλλικές) δραχμές, αλλά σε κάθε περίπτωση ερωτάται «ποια η νόμιμη αμοιβή για τις εξώδικες εργασίες, εάν δεν υπάρχει συμφωνία περί αυτού;» Το ίδιο και για τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (158, 159, 162, 163, 164, 165 και 166 Κώδικα Δικηγόρων).
Επί τη ευκαιρία, τέλος θα πρέπει να τροποποιηθεί η παρ.4 του άρθρου 156 Κώδικα με τη συμπλήρωση λέξεων, ως εξής «Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και όταν οι εργασίες που αναφέρονται σε αυτές εκτελούνται μέσω αλληλογραφίας (έγγραφης ή ηλεκτρονικής) ή τηλεφώνου.».
7) Επιπρόσθετα για τον ίδιο ως άνω λόγο, αφού η Κ.Υ.Α. δεν ισχύει για την συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς του άρθρου 157Α του Κώδικα, (καθότι ναι μεν αποτελεί δικαστική ενέργεια, που υπάρχει στο Κεφάλαιο Ι της Κ.Υ.Α., πλην όμως δεν αναφέρεται, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 157Α στην ως άνω τροποποιούμενη διάταξη, του άρθρου 92 παρ.1 εδ.στ, σε αυτές που αντικαθιστά τις ελάχιστες με τις νόμιμες αμοιβές), ερωτάται ποια η νόμιμη αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας;
«Αρθρο 157 Α 1. Κατά την πρώτη συνάντηση για την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, κατά το άρθρο 214 Α του Κ.Πολ.Δ., κάθε διάδικος οφείλει να έχει προκαταβάλει την αμοιβή του δικηγόρου του για παράσταση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, κατά τις κείμενες διατάξεις. Το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης προσαρτάται στο οικείο πρακτικό συμφωνίας ή αποτυχίας της απόπειρας ή στη συντασσόμενη δήλωση. 2. Δικηγόρος, που παραστάθηκε χωρίς να προσαρτηθεί το γραμμάτιο καταβολής της αμοιβής του, κατά την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει την υποχρέωση και την ευθύνη που προβλέπεται στην παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996, εφαρμοζομένων και των λοιπών διατάξεων της παραγράφου αυτής. 3. Αν επιτευχθεί εν όλω ή εν μέρει συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, οι δικηγόροι των διαδίκων δικαιούνται και την κατά το άρθρο 124 παρ. 1 αμοιβή. 4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται όταν υπάρχει συμφωνία αμοιβής που διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του άρθρου 92 ή ο δικηγόρος απασχολείται με πάγια περιοδική αμοιβή. *** Το άρθρο 157Α προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.6 Ν.2479/1997 (ΦΕΚ Α 67/5-6-1997) και εφαρμόζεται στις αγωγές που κατατίθενται από την 16η Σεπτεμβρίου 1999 και κατόπιν. ( Το άρθρ.1 Ν.2298/1995 (Α 62), με το οποίο είχε προστεθεί το προηγούμενο άρθρο 157Α,καταργήθηκε με την παρ.5 άρθρ.6 Ν.2479/1997)»
8) Παρατήρηση: Θα πρέπει πλέον και επί τη ευκαιρία να δούμε με πολύ μεγάλη σοβαρότητα και το θέμα της ακυρότητας του εργολαβικού συμβολαίου για την περίπτωση μη κατάθεσής του στον Δικηγορικό Σύλλογο, εντός προθεσμίας 20 ημερών, ως τούτο κρίθηκε (εσφαλμένα βεβαίως) από την τελευταία με αριθμό 27/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (βλ.σημείωση Κ.Μπέη κάτωθι της άνω απόφασης στη Δίκη 2008/991) και να τροποποιηθεί αναλόγως η σχετική διάταξη του άρθρου 92 παρ.4 με την απάλειψη της εν λόγω ακυρότητας και την αντικατάστασή της με πειθαρχικό αδίκημα, ως είναι και το πραγματικό νόημα (κατά την άποψή μου) της εν λόγω διάταξης. «Αρθρ. 92. "4. Α) Η συμφωνία από την οποία εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και η οποία αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων (άρθρο 681 Α Κ.Πολ,Δ.) ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών (άρθρο 663 Κ.Πολ.Δ.) ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος. Η γνωστοποίηση γίνεται με προσαγωγή δύο πρωτοτύπων και με πράξη που συντάσσεται κάτω από το ένα πρωτότυπο το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα αρχεία του Συλλόγου και καταχωρίζεται αμέσως σε ειδικό βιβλίο. Τα πρωτότυπα, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου των συμβαλλομένων, προσάγονται σε προθεσμία είκοσι ημερών από την ημέρα της κατάρτισης της συμβάσεως. Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να προσαχθεί η σύμβαση στο Σύλλογο, η σύμβαση είναι άκυρη. Φορολογικός νόμος ο οποίος επιβάλλει στον δικηγόρο την υποβολή αντιγράφου του εργολαβικού συμβολαίου στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία εξακολουθεί να ισχύει».
Αντίθετα η μη ύπαρξη έγγραφης σύμβασης και η μη κατάθεσή της στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κρίθηκε ότι δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της εν λόγω σύμβασης. (βλ.ΑΠ 80/2010, δημ.ΝΟΜΟΣ).
9) Το απειλούμενο πρόστιμο των 1.000 ευρώ έως 20.000 ευρώ, που αναφέρεται στην τροποποιούμενη διάταξη του άρθρου 96 παρ.4 εδ.β του Κώδικα περί Δικηγόρων, και βαρύνει τον δικηγόρο που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής των δαπανών (ποσοστό 10% επί του ποσού αναφοράς), δηλαδή την έκδοση διπλοτύπου, είναι μάλλον υπερβολικό και όχι αναλογικό της παράβασης και πρέπει να περιοριστεί σε «300 ευρώ έως 5.000 ευρώ».
10) Εάν ψηφιστεί η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 161 του Κώδικα (που αφορά στα συμβόλαια), επειδή η αμοιβή πλέον καθορίζεται ελεύθερα (μεταξύ εντολέα και δικηγόρου), πέραν της παρακράτησης του εκάστοτε Συλλόγου, η οποία πλέον καταργείται (άρα καταργείται και το μέρισμα των συμβολαίων) και αναφέρεται ως «προκαταβολή εισφοράς» και θα προσδιορίζεται επί του «ποσού ή ποσοστού αναφοράς», που θα καθοριστεί από κοινή υπουργική απόφαση, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων (η οποία όμως προκαταβολή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανέρχεται σε συνολικό ποσοστό 50% που γινόταν μέχρι σήμερα για τον Σύλλογό μας, εκ του οποίου ποσοστό 34% πήγαινε στον διανεμητικό λογαριασμό), θα δημιουργήσει επιπρόσθετα τεράστια ζητήματα «αθέμιτου ανταγωνισμού» μεταξύ των συναδέλφων, καθότι θα εισέλθουμε σε διαδικασία «μειοδοτικού διαγωνισμού», κάτι που είχε αποφευχθεί κατά το μέγιστο δυνατόν μέχρι σήμερα με τις καθορισμένες ποσοστιαίες αμοιβές. Ως εκ τούτου θα πρέπει να θεσμοθετηθούν άλλες ασφαλιστικές δικλίδες για την μη εμφάνιση τέτοιων φαινομένων, κάτι που χρειάζεται αρκετή μελέτη και πολύ σκέψη. Σημειωτέον ότι τούτο θα συμβεί άμεσα, καθότι με τη ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου (που αναμένεται μέσα στον Φλεβάρη), ναι μεν δεν επηρεάζεται ακόμα η υποχρεωτικότητα της παράστασης των δικηγόρων στα συμβόλαια (άρθρο 42 Κώδικα), πλην όμως η ελεύθερη αμοιβή θα έχει ενδεχομένως και χειρότερα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου θα πρέπει να τεθεί το θέμα άμεσα στο Συμβούλιο για την εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης τόσο όσον αφορά το θέμα του μερίσματος από τα συμβόλαια όσο και η δυνατότητα καθορισμού μιας ελάχιστης αμοιβής.
11) Επίσης, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται παραπάνω στον αριθμό 3, θα πρέπει κατά την άποψή μου να διαγραφεί από τη προτεινόμενη τροποποίηση των άρθρων 160 και 161 του Κώδικα, που αφορούν στην αμοιβή του δικηγόρου για τον έλεγχο τίτλων και σύνταξη σχεδίου συμβολαίου, η λέξη «γραπτή» συμφωνία.
12) Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 161 παρ.6 Κώδικα επαναλαμβάνεται η υφιστάμενη διάταξη για την απαλλαγή από την υποχρέωση της προκαταβολής της εισφοράς (πλέον) στα συμβόλαια συγγενικών κλπ. προσώπων (άρθρο 175 παρ.2) και των αποδεδειγμένα και με απόφαση του Δ.Σ. απόρων (άρθρο 201 παρ.6), πλην όμως έχει πλέον απαλειφθεί η παράγραφος 8 εδ.β, η οποία προέβλεπε απαλλαγή για τους επί παγία αντιμισθία αμειβόμενους δικηγόρους (είτε από ιδιώτες είτε από Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. κλπ.) μόνο για το ποσοστό της αμοιβής τους και όχι της παρακράτησης του ποσοστού κάθε Συλλόγου και είχε ως εξής: «8. Της κατά την παράγραφον 6 υποχρεώσεως προκαταβολής εις τον οικείον Δικηγορικόν Σύλλογον της δικηγορικής αμοιβής απαλλάσσονται : α) οι συμβαλλόμενοι οι εμπίπτοντες εις τας διατάξεις των άρθρων 175 παράγρ. 2 και 201 παράγρ. 6 του παρόντος νόμου, β) συμβαλλόμενου των οποίων αι υποθέσεις διεξάγονται δια δικηγόρων αμειβομένων διά παγίας αντιμισθίας, εφ` όσον ούτοι έχουν προσληφθή εξ μήνας προ της υπογραφής του οικείου συμβολαιογραφικού εγγράφου. Η συνδρομή των ως άνω περιπτώσεων αποδεικνύεται δι` εγγράφου υπευθύνου δηλώσεως του παρισταμένου δικηγόρου, θεωρουμένης της υπογραφής του υπό του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και επισυναπτομένης εις το πρωτότυπον του συμβολαιογραφικού εγγράφου". "Στην πιο πάνω όμως περίπτωση με στοιχείο β` προκαταβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο το κατά την παράγραφο 7 ποσοστό δικηγορικής αμοιβής." *** Η παρ.8 προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 950/1979 (Α 165). *** Το τελευταίο εδάφιο της παρ.8 προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.18 Ν.3226/2004,ΦΕΚ Α 24/4.2.2004.»
Βεβαίως μετά την ελεύθερη συμφωνία της αμοιβής στα συμβόλαια ίσως και δεν υπάρχει νόημα για την διατήρηση της εν λόγω διάταξης, πλην όμως εφόσον ο κάθε Σύλλογος έχει δικαίωμα να καθορίσει κάποιο «ποσοστό προκαταβολής εισφοράς» στα Συμβόλαια, ενδεχομένως και για την διατήρηση κάποιου είδους ‘μερίσματος’, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν οι επί παγία αντιμισθία δικηγόροι, που συμβάλλονται στα συμβόλαια, (οι οποίοι πλέον δεν τυγχάνουν της απαλλαγής της προκαταβολής της εισφοράς με την νέα διάταξη), θα πρέπει να καταβάλουν και αυτοί το ίδιο με τους υπόλοιπους δικηγόρους ποσοστό ή όχι.
13) Παρατήρηση: Τέλος η διατύπωση της τροποποιούμενης διάταξης (άρθρο 175 παρ.2) είναι ατυχής «2.Εξαιρετικώς, επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών, χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 1, …..», καθότι πλέον μετά τη τροποποίηση της παρ.1, από την οποία απαλείφθηκε η φράση «ή επί αμοιβή ελάσσονι της υπό του παρόντος νόμου κεκανονισμένης», δεν υπάρχει λόγος να παραμένει η διατύπωση «χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 1», αφού πλέον δεν υπάρχει ο εν λόγω περιορισμός.
Ελπίζοντας ότι οι σκέψεις μου θα βοηθήσουν στα συμφέροντα του κλάδου μας.
Πάτρα, 16η Ιανουαρίου 2011
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΚΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Μέλος του Δ.Σ.Πατρών
* Ο Νίκος Πάπακος παρακαλεί τους συναδέλφους, να συμβάλουν με σχόλια και παρατηρήσεις, επί του σχεδίου νόμου, προκειμένου να διαμορφώσουμε μια συνεκτική πρόταση για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου